- θερμοκλινές
- τοωκεαν. ωκεάνιο υδάτινο στρώμα τού οποίου η θερμοκρασία μειώνεται απότομα με την αύξηση τού βάθους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermocline < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -cline (πρβλ. -κλινής < κλίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.